- φασματοφάνεια
- φασμᾰτο-φάνεια [pron. full] [φᾰ], ἡ,A spectral apparition, Sch.AristId.p.343 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φασματοφάνεια — ἡ, Α εμφάνιση φασμάτων, φαντασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσμα, ατος + φάνεια (< φανής < φαίνω, ομαι), πρβλ. φωτο φάνεια] … Dictionary of Greek
φασματοφανείας — φασματοφανείᾱς , φασματοφάνεια spectral apparition fem acc pl φασματοφανείᾱς , φασματοφάνεια spectral apparition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)